παρέστιος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- παρέστιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέστιος < παρ- + ἕστιος < ἑστία
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾe.sti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέ‐στι‐ος
Μεταφράσεις
παρέστιος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παρέστιος | τὸ | παρέστιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παρεστίου | τοῦ | παρεστίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παρεστίῳ | τῷ | παρεστίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παρέστιον | τὸ | παρέστιον | ||
| κλητική ὦ! | παρέστιε | παρέστιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παρέστιοι | τὰ | παρέστιᾰ | ||
| γενική | τῶν | παρεστίων | τῶν | παρεστίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παρεστίοις | τοῖς | παρεστίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρεστίους | τὰ | παρέστιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παρέστιοι | παρέστιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεστίω | τὼ | παρεστίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρεστίοιν | τοῖν | παρεστίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- παρέστιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρέστιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.