στια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στια οι στιες
      γενική της στιας των στιων
    αιτιατική τη στια τις στιες
     κλητική στια στιες
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στια < εστία (δείτε και παραστιά) < αρχαία ελληνική ἑστία

Ουσιαστικό

στια θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.