παρασκευασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρασκευασμένος | η | παρασκευασμένη | το | παρασκευασμένο |
| γενική | του | παρασκευασμένου | της | παρασκευασμένης | του | παρασκευασμένου |
| αιτιατική | τον | παρασκευασμένο | την | παρασκευασμένη | το | παρασκευασμένο |
| κλητική | παρασκευασμένε | παρασκευασμένη | παρασκευασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρασκευασμένοι | οι | παρασκευασμένες | τα | παρασκευασμένα |
| γενική | των | παρασκευασμένων | των | παρασκευασμένων | των | παρασκευασμένων |
| αιτιατική | τους | παρασκευασμένους | τις | παρασκευασμένες | τα | παρασκευασμένα |
| κλητική | παρασκευασμένοι | παρασκευασμένες | παρασκευασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρασκευασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρασκευάζω
Μεταφράσεις
παρασκευασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.