παρασήμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασήμανση οι παρασημάνσεις
      γενική της παρασήμανσης* των παρασημάνσεων
    αιτιατική την παρασήμανση τις παρασημάνσεις
     κλητική παρασήμανση παρασημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασήμανση < ελληνιστική κοινή παρασήμανσις < αρχαία ελληνική παρασημαίνω < παρά + σημαίνω

Ουσιαστικό

παρασήμανση θηλυκό

  1. συμβολισμός
  2. παραποίηση, παραχάραξη
  3. (βυζαντινή μουσική) η καταγραφή με σύστημα βυζαντινής ή άλλης παρασημαντικής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.