παραπολιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραπολιτικός | η | παραπολιτική | το | παραπολιτικό |
| γενική | του | παραπολιτικού | της | παραπολιτικής | του | παραπολιτικού |
| αιτιατική | τον | παραπολιτικό | την | παραπολιτική | το | παραπολιτικό |
| κλητική | παραπολιτικέ | παραπολιτική | παραπολιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραπολιτικοί | οι | παραπολιτικές | τα | παραπολιτικά |
| γενική | των | παραπολιτικών | των | παραπολιτικών | των | παραπολιτικών |
| αιτιατική | τους | παραπολιτικούς | τις | παραπολιτικές | τα | παραπολιτικά |
| κλητική | παραπολιτικοί | παραπολιτικές | παραπολιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.