παραπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραπλήρωμα | τα | παραπληρώματα |
| γενική | του | παραπληρώματος | των | παραπληρωμάτων |
| αιτιατική | το | παραπλήρωμα | τα | παραπληρώματα |
| κλητική | παραπλήρωμα | παραπληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραπλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παραπλήρωμα ουδέτερο
- συμπλήρωμα, αυτό που προστίθεται σε κάτι, που συμπληρώνεται με κάτι
- (γεωμ.) κάθε γωνία που μαζί με μια άλλη μας δίνει άθροισμα δύο ορθών γωνιών
Μεταφράσεις
παραπλήρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.