παραμετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμετρικός | η | παραμετρική | το | παραμετρικό |
| γενική | του | παραμετρικού | της | παραμετρικής | του | παραμετρικού |
| αιτιατική | τον | παραμετρικό | την | παραμετρική | το | παραμετρικό |
| κλητική | παραμετρικέ | παραμετρική | παραμετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμετρικοί | οι | παραμετρικές | τα | παραμετρικά |
| γενική | των | παραμετρικών | των | παραμετρικών | των | παραμετρικών |
| αιτιατική | τους | παραμετρικούς | τις | παραμετρικές | τα | παραμετρικά |
| κλητική | παραμετρικοί | παραμετρικές | παραμετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametric[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paramétrique[1] < ελληνιστική κοινή παραμετρέω < αρχαία ελληνική παρά + μέτρον
Μεταφράσεις
παραμετρικός
- παραμετρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.