παραμένων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμένων | η | παραμένουσα | το | παραμένον |
| γενική | του | παραμένοντος | της | παραμένουσας & παραμενούσης* |
του | παραμένοντος |
| αιτιατική | τον | παραμένοντα | την | παραμένουσα | το | παραμένον |
| κλητική | παραμένων | παραμένουσα | παραμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμένοντες | οι | παραμένουσες | τα | παραμένοντα |
| γενική | των | παραμενόντων | των | παραμενουσών | των | παραμενόντων |
| αιτιατική | τους | παραμένοντες | τις | παραμένουσες | τα | παραμένοντα |
| κλητική | παραμένοντες | παραμένουσες | παραμένοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
παραμένων
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.