παραλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραλογιστικός | η | παραλογιστική | το | παραλογιστικό |
| γενική | του | παραλογιστικού | της | παραλογιστικής | του | παραλογιστικού |
| αιτιατική | τον | παραλογιστικό | την | παραλογιστική | το | παραλογιστικό |
| κλητική | παραλογιστικέ | παραλογιστική | παραλογιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραλογιστικοί | οι | παραλογιστικές | τα | παραλογιστικά |
| γενική | των | παραλογιστικών | των | παραλογιστικών | των | παραλογιστικών |
| αιτιατική | τους | παραλογιστικούς | τις | παραλογιστικές | τα | παραλογιστικά |
| κλητική | παραλογιστικοί | παραλογιστικές | παραλογιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραλογιστικός < παραλογισμός + -τικός
Μεταφράσεις
παραλογιστικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παραλογιστικός | ἡ | παραλογιστική | τὸ | παραλογιστικόν |
| γενική | τοῦ | παραλογιστικοῦ | τῆς | παραλογιστικῆς | τοῦ | παραλογιστικοῦ |
| δοτική | τῷ | παραλογιστικῷ | τῇ | παραλογιστικῇ | τῷ | παραλογιστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | παραλογιστικόν | τὴν | παραλογιστικήν | τὸ | παραλογιστικόν |
| κλητική ὦ! | παραλογιστικέ | παραλογιστική | παραλογιστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | παραλογιστικοί | αἱ | παραλογιστικαί | τὰ | παραλογιστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | παραλογιστικῶν | τῶν | παραλογιστικῶν | τῶν | παραλογιστικῶν |
| δοτική | τοῖς | παραλογιστικοῖς | ταῖς | παραλογιστικαῖς | τοῖς | παραλογιστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | παραλογιστικούς | τὰς | παραλογιστικᾱ́ς | τὰ | παραλογιστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | παραλογιστικοί | παραλογιστικαί | παραλογιστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραλογιστικώ | τὼ | παραλογιστικᾱ́ | τὼ | παραλογιστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | παραλογιστικοῖν | τοῖν | παραλογιστικαῖν | τοῖν | παραλογιστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραλογιστικός < παραλογίζομαι + -τικός
Πηγές
- παραλογιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραλογιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.