παραλογή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλογή οι παραλογές
      γενική της παραλογής των παραλογών
    αιτιατική την παραλογή τις παραλογές
     κλητική παραλογή παραλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλογή < μεσαιωνική ελληνική παραλογή < αρχαία ελληνική παρακαταλογή < παρά + καταλογή < καταλέγω < κατά + λέγω

Ουσιαστικό

παραλογή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.