πολύστιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύστιχος η πολύστιχη το πολύστιχο
      γενική του πολύστιχου της πολύστιχης του πολύστιχου
    αιτιατική τον πολύστιχο την πολύστιχη το πολύστιχο
     κλητική πολύστιχε πολύστιχη πολύστιχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύστιχοι οι πολύστιχες τα πολύστιχα
      γενική των πολύστιχων των πολύστιχων των πολύστιχων
    αιτιατική τους πολύστιχους τις πολύστιχες τα πολύστιχα
     κλητική πολύστιχοι πολύστιχες πολύστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύστιχος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολύστιχος, -η, -ο

  1. που αποτελείται από πολλούς στίχους
    πολύστιχο αφήγημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.