καταλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταλέγω < αρχαία ελληνική / κατα- + λέγω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

καταλέγω

  • επιλέγω
  • τοποθετώ / κατατάσσω ανάμεσα σε άλλα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταλέγω < κατα- + λέγω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

καταλέγω

  • διηγούμαι με λεπτομέρεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.