παρακινέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παρακινέω < παρά + κινέω

Ρήμα

παρακινέω-παρακινῶ

  • τὸ παρακινοῦν' μέρος : το επαναστατικό στοιχείο, η επαναστατική μερίδα
  • μεσοπαθητικό:
  • παρακεκινηκὼς' ὑφ᾽ ἡλικίας' : τα έχει χάσει από τα γεράματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.