παρακινητικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παρακινητικά
<
παρακινητικός
+
-ά
Επίρρημα
παρακινητικά
με
παρακινητικό
τρόπο
,
παρακινώντας
Μεταφράσεις
παρακινητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παρακινητικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
παρακινητικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.