παρακίνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακίνημα τα παρακινήματα
      γενική του παρακινήματος των παρακινημάτων
    αιτιατική το παρακίνημα τα παρακινήματα
     κλητική παρακίνημα παρακινήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρακίνημα < ελληνιστική κοινή παρακίνημα < αρχαία ελληνική παρακινέω

Ουσιαστικό

παρακίνημα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του παρακίνηση
  2. (ιατρική) εξάρθρωση, μετατόπιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.