παρακαλεσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακαλεσμένος η παρακαλεσμένη το παρακαλεσμένο
      γενική του παρακαλεσμένου της παρακαλεσμένης του παρακαλεσμένου
    αιτιατική τον παρακαλεσμένο την παρακαλεσμένη το παρακαλεσμένο
     κλητική παρακαλεσμένε παρακαλεσμένη παρακαλεσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακαλεσμένοι οι παρακαλεσμένες τα παρακαλεσμένα
      γενική των παρακαλεσμένων των παρακαλεσμένων των παρακαλεσμένων
    αιτιατική τους παρακαλεσμένους τις παρακαλεσμένες τα παρακαλεσμένα
     κλητική παρακαλεσμένοι παρακαλεσμένες παρακαλεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρακαλεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακαλώ

Μετοχή

παρακαλεσμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.