παραζάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραζάλισμα | τα | παραζαλίσματα |
| γενική | του | παραζαλίσματος | των | παραζαλισμάτων |
| αιτιατική | το | παραζάλισμα | τα | παραζαλίσματα |
| κλητική | παραζάλισμα | παραζαλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραζάλισμα < παραζαλίζω + -μα
Ουσιαστικό
παραζάλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραζαλίζω
- ενόχληση, ταραχή, αναστάτωση
- ζάλισμα σε μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις
παραζάλισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.