παρέκκλισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρέκκλισῐς | αἱ | παρεκκλίσεις | ||||
| γενική | τῆς | παρεκκλίσεως | τῶν | παρεκκλίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | παρεκκλίσει | ταῖς | παρεκκλίσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παρέκκλισῐν | τὰς | παρεκκλίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | παρέκκλισῐ | παρεκκλίσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεκκλίσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρεκκλισέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παρέκκλισις < παρεκκλί(νω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔκκλισις < ἔκ- + κλίσις
Πηγές
- παρέκκλισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.