παραπίπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραπίπτω < παρα- + πίπτω

Ρήμα

παραπίπτω

  1. πέφτω δίπλα
  2. πέφτω ή φεύγω μακριά
  3. τυχαίνω στο δρόμο κάποιου
    παραπεσών (συνώνυμο: παρατυχών): τυχαίος
    καιρός παραπίπτει: ευκαιρίας δοθείσης
  4. (+δοτική) συμβαίνει

Κλίση

λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.