παράβλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράβλημα | τα | παραβλήματα |
| γενική | του | παραβλήματος | των | παραβλημάτων |
| αιτιατική | το | παράβλημα | τα | παραβλήματα |
| κλητική | παράβλημα | παραβλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παραβλήματα

παραβλήματα
Ετυμολογία
- παράβλημα < αρχαία ελληνική παράβλημα < παραβάλλω < παρά + βάλλω
Ουσιαστικό
παράβλημα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) ειδική (λαστιχένια ή από άλλο υλικό) κατασκευή που προφυλάσσει τα πλοία από την πλευρική σύγκρουση με άλλο πλοίο ή την προβλήτα
-
παράβλημα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.