πανύψηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανύψηλος | η | πανύψηλη | το | πανύψηλο |
| γενική | του | πανύψηλου | της | πανύψηλης | του | πανύψηλου |
| αιτιατική | τον | πανύψηλο | την | πανύψηλη | το | πανύψηλο |
| κλητική | πανύψηλε | πανύψηλη | πανύψηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανύψηλοι | οι | πανύψηλες | τα | πανύψηλα |
| γενική | των | πανύψηλων | των | πανύψηλων | των | πανύψηλων |
| αιτιατική | τους | πανύψηλους | τις | πανύψηλες | τα | πανύψηλα |
| κλητική | πανύψηλοι | πανύψηλες | πανύψηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανύψηλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πανύψηλος < παν- + ὑψηλ(ός) + -ος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈni.psi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νύ‐ψη‐λος
- παλιότερος συλλαβισμός : παν‐ύ‐ψη‐λος
Επίθετο
πανύψηλος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Αναφορές
- πανύψηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πανύψηλος < παν- + ὑψηλ(ός) + -ος
Πηγές
- πανύψηλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.