παντοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντοπωλείο τα παντοπωλεία
      γενική του παντοπωλείου των παντοπωλείων
    αιτιατική το παντοπωλείο τα παντοπωλεία
     κλητική παντοπωλείο παντοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντοπωλείο < παντοπωλεῖον (λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής για την αγορά που χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να αντικαταστήσει την τουρκικής προέλευσης μπακάλικο) < παντοπώλιον

Ουσιαστικό

παντοπωλείο ουδέτερο

  • το κατάστημα στο οποίο μπορεί κάποιος να βρει τα βασικά είδη για τις ανάγκες ενός σπιτικού, όπως τρόφιμα, απορρυπαντικά και γενικά είδη οικιακής χρήσης και το οποίο τείνει να αντικατασταθεί παντού από τα σούπερ μάρκετ και τα ψιλικατζίδικα
    παλιότερα τα παντοπωλεία και τα "εβγατζίδικα" (από την εταιρεία που άλλοτε μονοπωλούσε την αγορά των γαλακτοκομικών) υπήρχαν σε κάθε γειτονιά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.