grocery
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| grocery | groceries |
Ουσιαστικό
grocery (en)
- (μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το παντοπωλείο
- (μόνο στον πληθυντικό) τα είδη παντοπωλείου, τα είδη μπακαλικής
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.