παντζάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντζάρι τα παντζάρια
      γενική του παντζαριού των παντζαριών
    αιτιατική το παντζάρι τα παντζάρια
     κλητική παντζάρι παντζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντζάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pancar < οθωμανική τουρκική پانجار (pancar) < αρμενική բանջար (banǰar) < παλαιά αρμενική բանջար (banǰar)

Ουσιαστικό

παντζάρια

παντζάρι ουδέτερο

  1. (φυτό) (Beta vulgaris) με βαθιά κόκκινη σφαιρική ρίζα που τρώγεται συχνά σε σούπες και σαλάτες, και με μεγάλα πλατιά πράσινα φύλλα που τρώγονται επίσης
  2. (λαχανικό) ο καρπός αυτού του φυτού

  • πατζάρι

Συνώνυμα

Εκφράσεις

κόκκινος σαν παντζάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.