παμψυχισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παμψυχισμός | οι | παμψυχισμοί |
| γενική | του | παμψυχισμού | των | παμψυχισμών |
| αιτιατική | τον | παμψυχισμό | τους | παμψυχισμούς |
| κλητική | παμψυχισμέ | παμψυχισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παμψυχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panpsychisme < pan- + psychisme (ψυχισμός)[1] < αρχαία ελληνική παν- + αρχαία ελληνική ψυχή + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pam.psi.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παμ‐ψυ‐χι‐σμός
Ουσιαστικό
παμψυχισμός αρσενικό
Αναφορές
- παμψυχισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.