pan-

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

pan- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική παν- < επίθετο πᾶν, ουδέτερο του πᾶς

Πρόθημα

pan-

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα pan-



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

pan- < γαλλική pain

Ρίζα

pan- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ψωμί, άρτος

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.