παλιρροιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιρροιογράφος οι παλιρροιογράφοι
      γενική του παλιρροιογράφου των παλιρροιογράφων
    αιτιατική τον παλιρροιογράφο τους παλιρροιογράφους
     κλητική παλιρροιογράφε παλιρροιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιρροιογράφος < παλίρροι(α) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

παλιρροιογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.