παλετοθέση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλετοθέση | οι | παλετοθέσεις |
| γενική | της | παλετοθέσης | των | παλετοθέσεων |
| αιτιατική | την | παλετοθέση | τις | παλετοθέσεις |
| κλητική | παλετοθέση | παλετοθέσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παλετοθέση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.