πακτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πακτωμένος | η | πακτωμένη | το | πακτωμένο |
| γενική | του | πακτωμένου | της | πακτωμένης | του | πακτωμένου |
| αιτιατική | τον | πακτωμένο | την | πακτωμένη | το | πακτωμένο |
| κλητική | πακτωμένε | πακτωμένη | πακτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πακτωμένοι | οι | πακτωμένες | τα | πακτωμένα |
| γενική | των | πακτωμένων | των | πακτωμένων | των | πακτωμένων |
| αιτιατική | τους | πακτωμένους | τις | πακτωμένες | τα | πακτωμένα |
| κλητική | πακτωμένοι | πακτωμένες | πακτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.