παιάνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιάνας οι παιάνες
      γενική του παιάνα των παιάνων
    αιτιατική τον παιάνα τους παιάνες
     κλητική παιάνα παιάνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιάνας < αρχαία ελληνική παιάν

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈa.nas/

Ουσιαστικό

παιάνας αρσενικό

  1. άσμα ή ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνα ή την Άρτεμη, μετά τη σωτήρια επέμβασή τους σε κρίσιμες περιστάσεις
  2. εμβατήριο που τραγουδούσαν οι στρατιώτες πριν από τη μάχη
  3. συμποσιακό, γαμήλιο ή επινίκιο άσμα δοξαστικού χαρακτήρα
  4. (κατ’ επέκταση) θριαμβολογία, πανηγυρισμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.