παιάνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παιάνας | οι | παιάνες |
| γενική | του | παιάνα | των | παιάνων |
| αιτιατική | τον | παιάνα | τους | παιάνες |
| κλητική | παιάνα | παιάνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιάνας < αρχαία ελληνική παιάν
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈa.nas/
Ουσιαστικό
παιάνας αρσενικό
- άσμα ή ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνα ή την Άρτεμη, μετά τη σωτήρια επέμβασή τους σε κρίσιμες περιστάσεις
- εμβατήριο που τραγουδούσαν οι στρατιώτες πριν από τη μάχη
- συμποσιακό, γαμήλιο ή επινίκιο άσμα δοξαστικού χαρακτήρα
- (κατ’ επέκταση) θριαμβολογία, πανηγυρισμός
Συγγενικά
-
παιάνας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.