θριαμβολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θριαμβολογία | οι | θριαμβολογίες |
| γενική | της | θριαμβολογίας | των | θριαμβολογιών |
| αιτιατική | τη | θριαμβολογία | τις | θριαμβολογίες |
| κλητική | θριαμβολογία | θριαμβολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θριαμβολογία < θριαμβολογώ + -ία
Μεταφράσεις
θριαμβολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.