εμβατήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβατήριο τα εμβατήρια
      γενική του εμβατηρίου
& εμβατήριου
των εμβατηρίων
    αιτιατική το εμβατήριο τα εμβατήρια
     κλητική εμβατήριο εμβατήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβατήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ἐμβατήριος

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vaˈti.ɾi.o/

Ουσιαστικό

εμβατήριο ουδέτερο

  • (μουσική) ρυθμική μουσική σύνθεση ή/και τραγούδι που συγχρονίζει το βηματισμό μιας ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό
    στρατιωτικό / πολεμικό / πατριωτικό / γαμήλιο /πένθιμο εμβατήριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.