καθαρή θέση
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
καθαρή θέση θηλυκό
- (λογιστική) η χρηματική αξία που οφείλει μια επιχείρηση στους ιδιοκτήτες ή μετόχους της σε μια υποτιθέμενη εκκαθάρισή της σε μια χρονική στιγμή·[1] η διαφορά μεταξύ του συνολικού ενεργητικού (περιουσιακά στοιχεία κ.λπ.) και των συνολικών υποχρεώσεων και είναι στοιχείο του παθητικού στον ισολογισμό
Συνώνυμα
Αναφορές
- Νικόλαος Ηπειρώτης, Εισαγωγή στη Χρηματιοικονομική Λογιστική, σ. 45. Αθήνα: ΕΚΠΑ. Αρχειοθέτηση 2013-02-28. Πρόσβαση 2021-08-02.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.