παθητική πυροπροστασία
Νέα ελληνικά (el)

Η «πόρτα πυρασφάλειας», είναι ένα από τα μέσα παθητικής πυροπροστασίας που υπάρχουν στα κτίρια.
Ετυμολογία
- παθητική πυροπροστασία < παθητική + πυροπροστασία
Πολυλεκτικός όρος
παθητική πυροπροστασία θηλυκό
- η προστασία ενός χώρου από την εκδήλωση φωτιάς, που σχετίζεται με το σχεδιασμό και την κατασκευή των κτιρίων και των εγκαταστάσεων (με τη χρήση υλικών και μέσων που εμποδίζουν ή επιβραδύνουν την διάδοσή της, που είναι ανθεκτικά στην καύση), διάφορες σημάνσεις, τις οδεύσεις και τις εξόδους διαφυγής
Συνώνυμα
- δομική πυροπροστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.