παζαριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παζαριάτικος η παζαριάτικη το παζαριάτικο
      γενική του παζαριάτικου της παζαριάτικης του παζαριάτικου
    αιτιατική τον παζαριάτικο την παζαριάτικη το παζαριάτικο
     κλητική παζαριάτικε παζαριάτικη παζαριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παζαριάτικοι οι παζαριάτικες τα παζαριάτικα
      γενική των παζαριάτικων των παζαριάτικων των παζαριάτικων
    αιτιατική τους παζαριάτικους τις παζαριάτικες τα παζαριάτικα
     κλητική παζαριάτικοι παζαριάτικες παζαριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παζαριάτικος < παζάρι + -ιάτικος

Επίθετο

παζαριάτικος



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.