πίπισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πίπισμα τα πιπίσματα
      γενική του πιπίσματος των πιπισμάτων
    αιτιατική το πίπισμα τα πιπίσματα
     κλητική πίπισμα πιπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίπισμα < πιπίζω + -μα < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

πίπισμα ουδέτερο

  • (συνήθως για πουλιά) το να βγάζω φωνή που ακούγεται σαν να επαναλαμβάνω το πι
    Και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας / λυγαριά και σχίνο / σπάρτο και πιπερόριζα / με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων / ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι... / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι! (Οδυσσέας Ελύτης, Ἄξιόν ἐστι)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • ο Μπαμπινιώτης το γράφει με δύο π: πίππισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.