πένθιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πένθιμος η πένθιμη το πένθιμο
      γενική του πένθιμου της πένθιμης του πένθιμου
    αιτιατική τον πένθιμο την πένθιμη το πένθιμο
     κλητική πένθιμε πένθιμη πένθιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πένθιμοι οι πένθιμες τα πένθιμα
      γενική των πένθιμων των πένθιμων των πένθιμων
    αιτιατική τους πένθιμους τις πένθιμες τα πένθιμα
     κλητική πένθιμοι πένθιμες πένθιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πένθιμος < αρχαία ελληνική πένθιμος < πένθος

Επίθετο

πένθιμος

  1. που είναι σχετικός με το πένθος
  2. (κατ’ επέκταση) λυπηρός, θλιβερός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.