πάνθηρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάνθηρας οι πάνθηρες
      γενική του πάνθηρα των πανθήρων
    αιτιατική τον πάνθηρα τους πάνθηρες
     κλητική πάνθηρα πάνθηρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάνθηρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάνθηρ από την αιτιατική «τὸν πάνθηρα»

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpan.θi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάνθηρας

Ουσιαστικό

πάνθηρας αρσενικό

Συγγενικά

  • Μαύροι Πάνθηρες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.