οὐλαμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐλαμός οἱ οὐλαμοί
      γενική τοῦ οὐλαμοῦ τῶν οὐλαμῶν
      δοτική τῷ οὐλαμ τοῖς οὐλαμοῖς
    αιτιατική τὸν οὐλαμόν τοὺς οὐλαμούς
     κλητική ! οὐλαμέ οὐλαμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐλαμώ
γεν-δοτ τοῖν  οὐλαμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οὐλαμός, ήδη ομηρικό στη φράση «οὐλαμός ἀνδρῶν» < *ϝολ-αμός < με ϝολ- (> οὐ- λόγω μετρικής έκτασης) μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε στο ρήμα εἰλέω/εἴλω/εἱλέω (*ϝελ-νέω, συναθροίζω). Δείτε και ἴλη. [1]

Ουσιαστικό

οὐλαμός αρσενικό

Συγγενικά

  • οὐλαμηφόρος
  • οὐλαμοεργός
  • οὐλαμώνυμος

Αναφορές

  1. ουλαμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.