οὐλαμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐλαμός | οἱ | οὐλαμοί |
| γενική | τοῦ | οὐλαμοῦ | τῶν | οὐλαμῶν |
| δοτική | τῷ | οὐλαμῷ | τοῖς | οὐλαμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | οὐλαμόν | τοὺς | οὐλαμούς |
| κλητική ὦ! | οὐλαμέ | οὐλαμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐλαμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐλαμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- οὐλαμηφόρος
- οὐλαμοεργός
- οὐλαμώνυμος
Αναφορές
- ουλαμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- οὐλαμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐλαμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.