ἴλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῑλᾱ-
ονομαστική ἴλη αἱ ἶλαι
      γενική τῆς ἴλης τῶν ἰλῶν
      δοτική τῇ ἴλ ταῖς ἴλαις
    αιτιατική τὴν ἴλην τὰς ἴλᾱς
     κλητική ! ἴλη ἶλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴλ
γεν-δοτ τοῖν  ἴλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἴλη < ;ίσως πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- ή *wel-

Ουσιαστικό

ἴλη θηλυκό (ῑ)

  • βοιωτικός τύπος: ϝιλα (ᾱ)
  • δωρικός τύπος: ἴλα (ᾱ)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.