ἴλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῑλᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἴλη | αἱ | ἶλαι | |
| γενική | τῆς | ἴλης | τῶν | ἰλῶν | |
| δοτική | τῇ | ἴλῃ | ταῖς | ἴλαις | |
| αιτιατική | τὴν | ἴλην | τὰς | ἴλᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἴλη | ἶλαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴλᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἴλαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἴλη < ;ίσως πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- ή *wel-
- βοιωτικός τύπος : ϝιλα (ᾱ)
- δωρικός τύπος : ἴλα (ᾱ)
Πηγές
- ἴλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.