οψιόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οψιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική option < λατινική optio < opto[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *op- (επιλέγω, προτιμώ)
Ουσιαστικό
οψιόν θηλυκό άκλιτο
- η επιλογή
- (οικονομία, νομικός όρος) σύμβαση που δίνει το δικαίωμα (όχι όμως και την υποχρέωση) να αγοράσει ή να πουλήσει κάποιος ένα περιουσιακό στοιχείο σε καθορισμένη / συγκεκριμένη τιμή και ημερομηνία (ή και πιο πριν)
Συνώνυμα
- επιλογή
- δικαίωμα προαίρεσης / προαιρέσεως
- δικαίωμα προτίμησης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.