οχτάωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχτάωρος η οχτάωρη το οχτάωρο
      γενική του οχτάωρου της οχτάωρης του οχτάωρου
    αιτιατική τον οχτάωρο την οχτάωρη το οχτάωρο
     κλητική οχτάωρε οχτάωρη οχτάωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχτάωροι οι οχτάωρες τα οχτάωρα
      γενική των οχτάωρων των οχτάωρων των οχτάωρων
    αιτιατική τους οχτάωρους τις οχτάωρες τα οχτάωρα
     κλητική οχτάωροι οχτάωρες οχτάωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οχτάωρος < οχτά- + -ωρος

Επίθετο

οχτάωρος, -η, -ο

  1. που διαρκεί οχτώ ώρες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οχτάωρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.