οφθαλμολάγνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | οφθαλμολάγνος | οι | οφθαλμολάγνοι |
| γενική | του/της | οφθαλμολάγνου | των | οφθαλμολάγνων |
| αιτιατική | τον/την | οφθαλμολάγνο | τους/τις | οφθαλμολάγνους |
| κλητική | οφθαλμολάγνε | οφθαλμολάγνοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
Πηγές
- οφθαλμολάγνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
οφθαλμολάγνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.