οφίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οφίτης οι οφίτες
      γενική του οφίτη των οφιτών
    αιτιατική τον οφίτη τους οφίτες
     κλητική οφίτη οφίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφίτης < αρχαία ελληνική ὀφίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈfi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οφίτης

Ουσιαστικό

οφίτης αρσενικό

  • (ορυκτολογία) ο σερπεντίνης λίθος
      Ο σερπεντίνης ή οφίτης οφείλει το όνομά του στη μορφή των διαφόρων φλεβών (νερών) που διασχίζουν τη μάζα του. Αποτελείται απο διάφορα ορυκτά, απο τα οποία το κυριότερο είναι το ομώνυμο οφίτης (ένυδρο βασικό πυριτικό μαγνήσιο).
    Μαρία Μπαρμπαρούση, Διερεύνηση δομικών υλικών, πτυχιακή εργασία, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, ΤΕΙ Πειραιά, Φεβρουάριος 2013, σελ. 68

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.