ὀφίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀφίτης οἱ ὀφῖται
      γενική τοῦ ὀφίτου τῶν ὀφιτῶν
      δοτική τῷ ὀφίτ τοῖς ὀφίταις
    αιτιατική τὸν ὀφίτην τοὺς ὀφίτᾱς
     κλητική ! ὀφῖτ ὀφῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀφίτ
γεν-δοτ τοῖν  ὀφίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀφίτης < ὄφ(ις) + -ίτης

Ουσιαστικό

ὀφίτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.