ουροδόχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουροδόχη | οι | ουροδόχες |
| γενική | της | ουροδόχης | των | ουροδοχών |
| αιτιατική | την | ουροδόχη | τις | ουροδόχες |
| κλητική | ουροδόχη | ουροδόχες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουροδόχη < ελληνιστική κοινή οὐροδόχη < αρχαία ελληνική οὖρον + δέχομαι
Μεταφράσεις
ουροδόχη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.