ουρανισκόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουρανισκόφωνος | η | ουρανισκόφωνη | το | ουρανισκόφωνο |
| γενική | του | ουρανισκόφωνου | της | ουρανισκόφωνης | του | ουρανισκόφωνου |
| αιτιατική | τον | ουρανισκόφωνο | την | ουρανισκόφωνη | το | ουρανισκόφωνο |
| κλητική | ουρανισκόφωνε | ουρανισκόφωνη | ουρανισκόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουρανισκόφωνοι | οι | ουρανισκόφωνες | τα | ουρανισκόφωνα |
| γενική | των | ουρανισκόφωνων | των | ουρανισκόφωνων | των | ουρανισκόφωνων |
| αιτιατική | τους | ουρανισκόφωνους | τις | ουρανισκόφωνες | τα | ουρανισκόφωνα |
| κλητική | ουρανισκόφωνοι | ουρανισκόφωνες | ουρανισκόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουρανισκόφωνος < ουρανίσκος + -ο- + φωνή + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική palatal)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ουρανίσκος, ουρανός και φωνή
Μεταφράσεις
ουρανισκόφωνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.