ουνιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουνιτικός η ουνιτική το ουνιτικό
      γενική του ουνιτικού της ουνιτικής του ουνιτικού
    αιτιατική τον ουνιτικό την ουνιτική το ουνιτικό
     κλητική ουνιτικέ ουνιτική ουνιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουνιτικοί οι ουνιτικές τα ουνιτικά
      γενική των ουνιτικών των ουνιτικών των ουνιτικών
    αιτιατική τους ουνιτικούς τις ουνιτικές τα ουνιτικά
     κλητική ουνιτικοί ουνιτικές ουνιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουνιτικός < ουνίτ(ης) + -ικός < ουνία

Επίθετο

ουνιτικός, -ή, -ό

  • σχετικός με τους ουνίτες ή την ουνία
    η ουνιτική εκκλησία της Αθήνας είναι μικρή, έχοντας μόνο τρείς ενορίες, με έξι χιλιάδες πιστούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.