ουνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουνία | οι | ουνίες |
| γενική | της | ουνίας | των | ουνιών |
| αιτιατική | την | ουνία | τις | ουνίες |
| κλητική | ουνία | ουνίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουνία < (λόγιο δάνειο) ρωσική унија (unija) < πολωνική unia (ένωση, προφορά ΔΦΑ : /ˈũɲja/)[1] < νεολατινική Unia < λατινική unus (ένας, ενωμένος) ή λόγιο δάνειο από τη νεολατινική [2]
Ουσιαστικό
ουνία θηλυκό
- (χριστιανισμός) ο χαρακτηρισμός οποιασδήποτε χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας που αποδέχθηκε το δόγμα του καθολικισμού και αναγνωρίζει την εξουσία και το πρωτείο του πάπα της Ρώμης, διατηρώντας παράλληλα τον τρόπο διοίκησης και άλλους εξωτερικούς τύπους των ορθοδόξων
- άλλη γραφή: Ουνία
- ↪ η ουνία αποτελεί ενα απο το κυριότερα σημεία τριβής στο χριστιανισμό ανάμεσα στους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ουνία
|
|
Αναφορές
- ουνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «Ουνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.