ορφάνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορφάνια οι ορφάνιες
      γενική της ορφάνιας
    αιτιατική την ορφάνια τις ορφάνιες
     κλητική ορφάνια ορφάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορφάνια < αρχαία ελληνική ὀρφανία[1] < ὀρφανός

Ουσιαστικό

ορφάνια θηλυκό

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Μεταφράσεις

  1. ορφάνια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.